- θριγκός
- Το τμήμα της αρχιτεκτονικής σύνθεσης, το οποίο στους αρχαίους ναούς στηρίζεται πάνω στις κολόνες. Στους ναούς δωρικού ρυθμού ο θ. αποτελείται από τρία οριζόντια τμήματα: το επιστύλιο, τη ζωφόρο και την κορωνίδα. Το επιστύλιο είναι συνήθως εξαιρετικά απλό και στηρίζεται στα κιονόκρανα. Επάνω από αυτό βρίσκεται η ζωφόρος με τα τρίγλυφα και τις μετώπες και, τέλος, στο ανώτερο τμήμα του θ., η κορωνίδα (γείσο), η οποία προεξέχει. Στους ναούς ιωνικού ρυΘμού, τα τμήματα του θ. από κάτω προς τα πάνω είναι το επιστύλιο, η ζωφόρος, οι γεισίποδες και η κορωνίδα. Στον ρυθμό αυτό, συχνά παραλείπονται οι γεισίποδες ή η ζωφόρος. Σε πολλούς ναούς στους οποίους o θ. στηρίζεται πάνω σε κιονόκρανα κορινθιακού ρυθμού, υπάρχουν και τα τέσσερα τμήματά του, κατά το κλασικό ιωνικό πρότυπο.
* * *ο (Α θριγκός και θριγγός και θριγχός και τριγχός) (για αρχ. ναούς και ανάκτορα) το τμήμα τού οικοδομήματος το οποίο στηρίζεται στους κίονες και αποτελείται από το επιστύλιο, τη ζωφόρο και το γείσο, το ακροτοίχιοαρχ.1. η κορυφή ενός πράγματος, η κορωνίδα2. τείχος, περίβολος3. σειρά, στίχος.[ΕΤΥΜΟΛ. Όρος τής αρχιτεκτονικής, άγνωστης ετυμολ.ΠΑΡ. θριγκίον αρχ. θριγκώ, θριγκώδης].
Dictionary of Greek. 2013.